- σβολιάζω
- σβολιάζω, σβόλιασα, σβολιασμένος βλ. πίν. 35
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
σβολιάζω — σβόλιασα, σβολιασμένος 1. μτβ., μεταβάλλω σε σβόλους. 2. αμτβ., μεταβάλλομαι σε σβόλους: Σβολιάζει το χώμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)